Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ

 Α. ΕΤΣΙ ΞΕΚΙΝΗΣΕ

Πάνε σχεδόν τέσσερα χρόνια από τότε που ξεκίνησε. Στην αρχή κανείς σχεδόν δεν έδωσε σημασία, "θα περάσει" σκεφτήκαμε σχεδόν όλοι μας και συνεχίσαμε να κάνουμε ότι κάναμε μέχρι τότε. Μόνο κάποιοι γραφικοί διαμαρτυρήθηκαν και τους αγνοήσαμε. Όμως ήδη ζούσαμε μέσα της, είχαμε γίνει κτήμα της κι αυτή είχε γίνει κτήμα δικό μας. Μπήκε στο πετσί μας, αντάριασε τα σωθικά μας, ξέσκισε το συκώτι μας, κι όμως εμείς εκεί, παρόλο τον πόνο που νιώθαμε στην ουρήθρα μας δεν προσπαθήσαμε να την αποβάλλουμε, παρά σφίξαμε τα δόντια και συνεχίσαμε. Σα να μη συμβαίνει τίποτα, σα να μη συνέβη ποτέ. Δεν είχαμε καταλάβει, ίσως να μη θέλαμε να καταλάβουμε. Το σώμα, παρόλο που ήταν βαριά άρρωστο είχε ακόμα πολύ λίπος να κάψει, κι "εκείνοι" αυτό το γνώριζαν πολύ καλά.
Τις σκέψεις μου τερμάτισε βίαια ο ήχος της καφετιέρας. Μια κούπα καφέ, ένα κουλούρι, έστριψα βιαστικά κι ένα τσιγάρο, πήρα και την τσάντα με το τάπερ που περιέχει το μεσημεριανό που μου αφήνουν κάθε πρωί στην πόρτα του διαμερίσματος και βγήκα στον δρόμο. Η ώρα ήταν 9.05 και όπως πάντα είχα αργήσει να πάω στην δουλειά. Ανέκαθεν με δυσκόλευε το πρωινό ξύπνημα, μα από τότε που είχε έρθει ο νέoς προϊστάμενος με δυσκόλευε ακόμα περισσότερο. Ίσως γιατί ένιωθα μεγάλη σιχαμάρα που έβλεπα κάθε πρωί τα ξινισμένα του μούτρα. Δεν ξέρω και δεν θέλω να μάθω. Μπήκα στο αυτοκίνητο, άνοιξα διάπλατα τα παράθυρα να ξεβρομίσει η τσιγαρίλα από το προηγούμενο βράδυ και άναψα το ραδιόφωνο σχεδόν ταυτόχρονα με τον κινητήρα. Στο ράδιο ο δημοσιογράφος φώναζε και ούρλιαζε καθώς μου παρουσίαζε το καινούργιο του μονόπρακτο. Το στομάχι μου ήταν χάλια και καθώς ο καπνός από το δεύτερο τσιγάρο έβρισκε διέξοδο διαμέσου του αναπνευστικού μου με έκανε να νιώθω ακόμα χειρότερα. Γρήγορα άλλαξα τον σταθμό και το γύρισα στα αθλητικά. Έτσι είναι καλύτερα, στρουνθοκαμηλιστικά μεν αλλά καλύτερα. Πάντα έτσι λειτουργούσα βέβαια, στην κακή σκέψη απαντούσα με μη σκέψη. Γιατί να σκεφτεί κανείς όταν αυτό που θα σκεφτεί είναι άσχημο? Πλησίαζα στη διασταύρωση των οδών Κένεντυ και Αλληλεγγύης όταν αντιλήφθηκα στο πλάι του δρόμου ένα μπλόκο της αστυνομίας. Με μιας, και προσπαθώντας να μην τραβήξω την προσοχή τους, κι ενώ το χέρι μου ήταν απλωμένο εκτός αυτοκινήτου, άφησα να ξεγλιστρήσει το τσιγάρο από τα δάχτυλά μου. Δεν έχει περάσει πάνω από μια βδομάδα που σε ένα παρόμοιο μπλόκο με είχαν τσιμπήσει οι μπάτσοι να καπνίζω μέσα στο αυτοκίνητό μου και πλήρωσα 400 ευρώ πρόστιμο. "Εκείνοι" με ένα πακέτο νομοθετικών ρυθμίσεων, μεταξύ άλλων είχαν ψηφίσει και την απαγόρευση του καπνίσματος ακόμα και σε ιδιωτικούς χώρους. Τα τσιγάρα βέβαια συνέχισαν να πωλούνται νόμιμα σχεδόν παντού αλλά είχε απαγορευτεί να καπνίζονται επίσης σχεδόν παντού. Και τι διάολο θα τα κάναμε, θα τα κοιτούσαμε? Τελοσπάντων, αυτό ήταν το λιγότερο. Πέρασα βιαστικά μπροστά από το μπλόκο μόλις άναψε το φανάρι, και ευτυχώς οι κωλόμπατσοι δεν πρόσεξαν το ντουμανιασμένο μου από κάπνα αυτοκίνητο. "Γαμημένοι μόλις πέταξα μισό ευρώ στο δρόμο". Μετά την έκτη αύξηση των φόρων καπνίσματος γι αυτόν τον μήνα, το πακέτο κόστιζε δέκα ευρώ και ο καπνός δεκαπέντε, αλλά με τον καπνό έβγαζες περισσότερα τσιγάρα γι αυτο το είχα γυρίσει κι εγώ στα στριφτά. Συνέχισα τον ανηφορικό δρόμο προς το άλσος ενώ σκόρπιες σκέψεις βασάνιζαν το μυαλό μου. Τα τελευταία δύο χρόνια ζούσα σαν ζόμπι, το μάτι μου έμοιαζε θαρρείς υπνωτισμένο. Είχα κατακτήσει την απόλυτη νιρβάνα και διά μέσου αυτής με κρατούσα ήρεμο και επιβίωνα. Προσπερνώντας το άλσος και κατηφορίζοντας προς την οδό Νίξον όπου έδρευε η εταιρεία που εργαζόμουν συνάντησα άλλο ένα μπλόκο. Καθόλου περίεργο μιας και πριν από ένα μήνα είχα διαβάσει στο "κράτος", τη μόνη εφημερίδα που είχε πάρει άδεια κυκλοφορίας από την κυβέρνηση, ότι προσελήφθησαν 40.000 ακόμα αστυνομικοί. Ο δημοσιογράφος που κάλυπτε την είδηση έδειχνε πολύ ενθουσιασμένος μιας και "εκείνοι" άνοιγαν νέες θέσεις στα χιλιάδες άνεργα παιδιά της χώρας και με αυτόν τον τρόπο καταπολεμούσαν και την εγκληματικότητα. Με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Κοιτώντας τους μπάτσους με την άκρη του ματιού μου και κάνοντας τον αδιάφορο νόμιζα ότι θα ξεφύγω. Και τα είχα σχεδόν καταφέρει όταν ξαφνικά πετάχτηκε στη μέση ο πιο γεροδεμένος από αυτούς και κραδαίνοντας ένα αυτόματο όπλο μου έκανε νόημα να σταματήσω το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου. Ένιωσα τις φλέβες μου να πετάγονται και το αίμα μου να βράζει, πρέπει να είχε εκείνη τη στιγμή ογδόντα βαθμούς μέσα στο αυτοκίνητο, αν και ο χειμώνας είχε μπει για τα καλά, η ώρα πλησίαζε 9.30 κι εγώ ακόμα δεν είχα φτάσει στο γραφείο. Τι διάολο θέλανε πρωινιάτικα? Γιατί δεν με αφήνουν στην ησυχία μου? Ο ψηλός που μου είχε κάνει νόημα ήρθε σημαδεύοντάς με με το αυτόματο από την πλευρά του οδηγού, ενώ άλλοι τρεις περικύκλωσαν το αυτοκίνητο σε θέση μάχης. "Άδεια, δίπλωμα, ασφάλεια, κάρτα καυσαερίων, κτεο, ταυτότητα και ΚΑ.ΠΟ. και πρόσεξε μην κάνεις κανένα αστείο" μου φώναξε μες στα νυσταγμένα μου μούτρα. " Και σβήσε τη μηχανή βρωμιάρη " πρόσθεσε με περισσή ευγένεια. Η αλήθεια είναι ότι δεν σκόπευα να κάνω κανένα αστείο, αφού τον τελευταίο καιρό όποτε έβλεπα ειδήσεις μάθαινα για διάφορους αντιφρονούντες και κακοποιούς που σκοτώνονταν εν ψυχρώ από τους μπάτσους σε αντίστοιχα μπλόκα. 'Εσβησα τον κινητήρα και σιγά σιγά χωρίς να δώσω στόχο έκρυψα τα τσιγάρα κάτω από τη θέση του οδηγού. " Γιατί καθυστερείς ρε άπλυτε?" φώναξε αυτός που είχε έρθει από την πλευρά του συνοδηγού ενώ ταυτόχρονα όπλισε το αυτόματο και το γύρισε προς το κεφάλι μου. Το αίμα μου πάγωσε, η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελλή και ο ιδρώτας έτρεχε στο πρόσωπό μου. Είχα πολύ καιρό να βρεθώ στη θέση να με σημαδεύουν με όπλο. .......ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου